ποινικότητα

ποινικότητα
η, Ν [ποινικός]
η ιδιότητα τού ποινικού, το γνώρισμα, το χαρακτηριστικό τού ποινικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”